αδιασκόπητος

αδιασκόπητος
ἀδιασκόπητος, -ον (Μ) [διασκοπῶ]
αυτός που δεν παρατηρήθηκε με προσοχή, που δεν εξετάστηκε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”